επιτηδεύω

επιτηδεύω
επιτήδευσα, επιτηδεύτηκα, επιτηδευμένος, μτβ.
1. κάνω κάτι με πολλή λεπτολογία: Επιτηδεύει την ομιλία του.
2. συνήθ. το μέσ., επιτηδεύομαι, α. ασχολούμαι σε κάτι με ικανότητα και επιδεξιότητα, είμαι επιτήδειος, είμαι ειδικός σε κάτι: Επιτηδεύεται πολύστη χαρακτική. β. υποκρίνομαι, προσποιούμαι: Επιτηδεύεται τον ευγενικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτηδεύω — pursue pres subj act 1st sg ἐπιτηδεύω pursue pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτηδεύω — (AM ἐπιτηδεύω) [επιτήδειος] νεοελλ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία 2. μέσ. επιτηδεύομαι ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι 3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι μσν. 1. επινοώ, μηχανεύομαι 2.… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιτηδεύετον — ἐπιτηδεύω pursue pres imperat act 2nd dual ἐπιτηδεύω pursue pres ind act 3rd dual ἐπιτηδεύω pursue pres ind act 2nd dual ἐπιτηδεύω pursue imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτετηδευμένα — ἐπιτηδεύω pursue perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπιτετηδευμένᾱ , ἐπιτηδεύω pursue perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐπιτετηδευμένᾱ , ἐπιτηδεύω pursue perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύετε — ἐπιτηδεύω pursue pres imperat act 2nd pl ἐπιτηδεύω pursue pres ind act 2nd pl ἐπιτηδεύω pursue imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύσουσι — ἐπιτηδεύω pursue aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιτηδεύω pursue fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιτηδεύω pursue fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύσουσιν — ἐπιτηδεύω pursue aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιτηδεύω pursue fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιτηδεύω pursue fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύσω — ἐπιτηδεύω pursue aor subj act 1st sg ἐπιτηδεύω pursue fut ind act 1st sg ἐπιτηδεύω pursue aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύῃ — ἐπιτηδεύω pursue pres subj mp 2nd sg ἐπιτηδεύω pursue pres ind mp 2nd sg ἐπιτηδεύω pursue pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπετήδευον — ἐπιτηδεύω pursue imperf ind act 3rd pl ἐπιτηδεύω pursue imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”